μεσόγραφος

μεσόγραφος
μεσόγραφος, -ον (Α)
1. αυτός που έχει γραφεί στο μέσο
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ μεσόγραφον
η μέση ανάλογη γραμμή η οποία βρίσκεται με τον μεσολάβο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο)-* + -γραφος*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • μεσογράφους — μεσόγραφος written in the middle masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεσολάβῳ — μεσόγραφος written in the middle masc/fem/neut dat sg μεσόλαβον mesolabe neut dat sg μεσόλαβος mesolabe masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεσόγραφα — μεσόγραφος written in the middle neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -γραφος — β συνθετικό μεγάλου αριθμού συνθέτων τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής, το οποίο προήλθε είτε από το ουσ. γραφή* είτε απευθείας από το ρ. γράφω*. Από τα σύνθετα αυτά, 250 περίπου είναι της αρχαίας γλώσσας, από τα οποία κανένα δεν απαντά …   Dictionary of Greek

  • μεσ(ο)- — (ΑM μεσ[ο]) Α και μεσσο και μεσαι ) α συνθετικό πολλών λ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. μέσ(σ)ος*. Οι ελάχιστοι τ. με α συνθετικό μεσαι (πρβλ. μεσαι πόλιος, μεσαι πόλος, μεσαί γεως) οφείλονται σε τεχνητή ανάπτυξη μακράς… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”